Συντήρηση βυζαντινών εικόνων
Συντήρηση βυζαντινών εικόνων
Η τέχνη μας συγκινεί και μας τέρπει. Ιδιαίτερο, όμως, ενδιαφέρον έχει ο τρόπος συντήρησης και διάσωσης των έργων τέχνης, που αποτελεί μια ιδιαίτερη τεχνική επιστήμη όχι τόσο γνωστή.
Για τον λόγο αυτό παρουσιάζουμε ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με τη συντήρηση των βυζαντινών εικόνων μιας σημαντικής συντηρήτριας έργων τέχνης και, ιδιαίτερα, συντηρήτριας βυζαντινών εικόνων, η οποία διαπρέπει και σαν σπουδαία ζωγράφος, της ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ, με σημαντική παραγωγή θαυμάσιων έργων ζωγραφικής και όχι μόνο.
Συντήρηση βυζαντινών εικόνων
Ο συντηρητής έργων τέχνης και
αρχαιοτήτων είναι υπεύθυνος για την τεχνική εξέταση, τη διατήρηση και τη
συντήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Συγκεκριμένα η προκαταρκτική εξέταση
προηγείται ώστε να αποδειχτεί η σπουδαιότητα ενός αντικειμένου, η
πρωταρχική του δομή, τα υλικά του και η έκταση της φθοράς του.
Στη συνέχεια λαμβάνονται μέτρα για την επιβράδυνση ή πρόληψη της φθοράς
και ακολουθεί η αποκατάστασή του με επέμβαση στη δομή του. Από τον
συντηρητή γίνεται και ο έλεγχος των περιβαλλοντικών παραμέτρων στο χώρο
που εκτίθεται ή φυλάσσεται το έργο τέχνης, δηλαδή το μικροκλίμα και κυρίως η θερμοκρασία, η υγρασία και η ακτινοβολία που δέχεται. Ο έλεγχος των παραμέτρων αυτών αποτελεί ένα είδος προληπτικής συντήρησης.
Στόχος των επεμβάσεων συντήρησης είναι η ανάδειξη της αισθητικής και ιστορικής αξίας των εικόνων. Oι επεμβάσεις αυτές δεν πρέπει να επηρεάζουν ή ν’ αλλοιώνουν τη μορφή και τη δομή των εικόνων.
Όλες οι εργασίες συντήρησης και
αποκατάστασης πρέπει να γίνονται από ειδικούς και μόνο όταν θεωρούνται
απαραίτητες. Η ευθύνη του συντηρητή είναι μεγάλη γιατί εργάζεται πάνω σε
αναντικατάστατα, γνήσια αντικείμενα, συχνά μεγάλης ιστορικής,
καλλιτεχνικής, θρησκευτικής, επιστημονικής ή οικονομικής αξίας γι’αυτό
και απαιτείται τεκμηριωμένη γνώση της φύσης του αντικειμένου. Επί πλέον
υπάρχουν κανόνες που διέπουν το επάγγελμα του συντηρητή. Κατ’ αρχήν ο
σεβασμός στην αυθεντικότητα του έργου που σημαίνει όσο το δυνατό
λιγότερες επεμβάσεις, διατήρηση της πάτινας του χρόνου, χωρίς προσωπικές
προσθήκες για λόγους καλαισθησίας.
Στόχος της αισθητικής αποκατάστασης
είναι να επανακτήσει το έργο την αισθητική του ενότητα χωρίς αλλοίωση
του αισθητικού του χαρακτήρα. Οι χρωματικές συμπληρώσεις που θα κριθούν
απαραίτητες πρέπει να διαφοροποιούνται διακριτικά από το αυθεντικό έργο.
Οι επεμβάσεις αυτές γίνονται αποκλειστικά σε περιοχές με απώλειες
ζωγραφικού στρώματος, χωρίς να επικαλύπτουν την αυθεντική ζωγραφική.
Κάθε μέθοδος που χρησιμοποιείται στη συντήρηση έργων τέχνης πρέπει να
είναι αντιστρέψιμη, δηλαδή να υπάρχει η δυνατότητα αφαίρεσης των υλικών
που χρησιμοποιήθηκαν.
Aίτια φθοράς για μια βυζαντινή εικόνα
κατά κύριο λόγο αποτελούν οι περιβαλλοντικές παράμετροι που
προαναφέρθηκαν, βιολογικοί παράγοντες όπως βακτηρίδια, μύκητες και
έντομα και επίσης η λανθασμένη επιλογή των κατασκευαστικών υλικών μιας
εικόνας.
Σημαντικός παράγοντας φθοράς
είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος λόγω κακής φύλαξης και διαχείρισης των
εικόνων. Πολλές φορές οι επεμβάσεις από μη άρτια εκπαιδευμένους για τον
σκοπό αυτό και η χρήση ακατάλληλων υλικών μπορεί να προκαλέσουν μη
αντιστρέψιμες φθορές.
Οι αυξομειώσεις της σχετικής υγρασίας είναι υπεύθυνες για μεγάλο αριθμό φθορών. Τα υλικά κατασκευής των εικόνων είναι υγροσκοπικά,
έτσι λοιπόν σε περιόδους υψηλής υγρασίας το έργο απορροφά νερό με
αποτέλεσμα να έχουμε διογκώσεις των υλικών ενώ σε περιόδους ξηρασίας
αποβάλλει οπότε και έχουμε συρρικνώσεις. Καθένα από τα υλικά αυτά
αντιδρά διαφορετικά σε αυτές τις αλλαγές με αποτέλεσμα να προκαλούνται
σκεβρώσεις, ρηγματώσεις, απολεπίσεις, αποκολλήσεις, αποδυνάμωση των
υλικών ακόμα και κονιορτοποίησή τους. Επίσης τα υλικά κατασκευής
των εικόνων και κατά βάση η προετοιμασία, η οποία περιέχει ζωική κόλα,
αποτελούν θρεπτικό υπόστρωμα για μικροοργανισμούς. Οι μικροοργανισμοί
συνήθως αναπτύσσονται σε περιβάλλον που η σχετική υγρασία υπερβαίνει το
65% - 70%, σε συνδυασμό με υψηλή θερμοκρασία, σκοτάδι και ανεπαρκή
αερισμό.
Όταν το έργο βρίσκεται σε περιβάλλον υψηλής υγρασίας ή όταν είναι αναρτημένο σε υγρό τοίχο, αναπτύσσονται μύκητες και, μέσω της διαδικασίας της υδρόλυσης
και της ενζυματικής αποσύνθεσης, προκαλείται εμφάνιση έγχρωμων κηλίδων,
αποχρωματισμών, αποδυνάμωση και αποσύνθεση των κατασκευαστικών υλικών
του έργου. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται μέθοδοι που θα
παρεμποδίσουν την περαιτέρω φθορά και θα προσδώσουν μέρος των αρχικών
ιδιοτήτων των παρασκευαστικών υλικών.
Για τις στερεώσεις του ξύλου, της προετοιμασίας και του ζωγραφικού στρώματος, χρησιμοποιούνται φυσικές και κυρίως συνθετικές ρητίνες (ακρυλικά και βινυλικά πολυμερή). Οι φυσικές ρητίνες είναι κυρίως ζωικής προέλευσης όπως κουνελόκολλα.
Η επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας
αλλά και ο τεχνητός φωτισμός μπορεί να έχουν καταστρεπτικά αποτελέσματα
για τις εικόνες. Η υπέρυθρη ακτινοβολία προκαλεί αύξηση της
θερμοκρασίας του έργου. Το έντονο ηλιακό φως με την υπεριώδη ακτινοβολία
επιταχύνει τις φυσικοχημικές αντιδράσεις με αποτέλεσμα την εξασθένιση
αλλά και την μεταβολή των χρωμάτων. Για την προστασία από την υπεριώδη
ακτινοβολία χρησιμοποιούνται οθόνες και απορροφητές UV και σημαντική
επίσης είναι η αποφυγή των flash των φωτογραφικών μηχανών.
Επί πλέον οι ρύποι που υπάρχουν
στην ατμόσφαιρα μπορούν να προκαλέσουν φθορές σ’ ένα ζωγραφικό έργο.
Τέτοιοι ρύποι είναι η σκόνη, η αιθάλη, τα σπόρια μικροοργανισμών,
οξείδια του θείου, οξείδια του άνθρακα, οξείδια του αζώτου κ.α. Οι
περισσότεροι αέριοι ρύποι με την επίδραση της υγρασίας μετατρέπονται στα
αντίστοιχα οξέα, τα οποία εξασθενούν τα υλικά κατασκευής των εικόνων.
Μεγάλο ποσοστό των έργων αυτών βρίσκονται σε εκκλησίες, όπου η αλόγιστη
χρήση κεριών και άλλων πηγών αιθάλης, δημιουργούν σκουρόχρωμες
επικαθίσεις με καταστροφικά αποτελέσματα. Οι μέθοδοι καθαρισμού της
ζωγραφικής επιφάνειας από τους ρύπους, τις οξειδώσεις και τις
επικαθίσεις περιλαμβάνουν χρήση οργανικών διαλυτών (ακετόνη, αιθανόλη,
τερεβινθέλαιο κ.α.) και χημικό καθαρισμό εκμεταλλευόμενοι χημικές
αντιδράσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ των ρύπων ή του οξειδωμένου
βερνικιού με κάποιο χημικό αντιδραστήριο ή ένζυμο. Ο χημικός καθαρισμός
συνοδεύεται μηχανικά με νυστέρι.
Η προσβολή από έντομα, σαράκια και τερμίτες
είναι άλλος ένας σοβαρός παράγοντας φθοράς. Η ύπαρξη ξυλοφάγων εντόμων
επισημαίνεται από τις οπές εξόδου που ανοίγουν στην επιφάνεια του ξύλου,
από τη σκόνη που πέφτει από το προσβεβλημένο ξύλο και από τον υπόκωφο
θόρυβο που κάνουν οι προνύμφες καθώς κατατρώνε το ξύλο. Στην Ελλάδα το
συνηθέστερο είδος εντόμου που προσβάλλει τα ξύλα των εικόνων ανήκει στην
οικογένεια Αnobidae. Τα ξύλα που προσβάλλονται ευκολότερα είναι τα
μαλακά ξύλα των κωνοφόρων δέντρων, πεύκο κυπαρίσσι, κ.λπ. και λιγότερο
τα σκληρά ξύλα όπως καρυδιά και δρυς. Ο βιολογικός κύκλος των εντόμων
ξεκινά με την τοποθέτηση των αυγών σε σχισμές ή σε κυτταρικές
κοιλότητες. Με την εκκόλαψή τους εμφανίζονται οι προνύμφες που αρχίζουν
τη διάτρηση του ξύλου ανοίγοντας στοές και αφήνοντας τα περιττώματά
τους. Οι προνύμφες μεταμορφώνονται σε νύμφες και κατόπιν σε τέλεια
έντομα κι έτσι ανοίγει ένας νέος κύκλος δράσης των εντόμων. Η δράση αυτή
ευνοείται από τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία. Για την απεντόμωση
χρησιμοποιούνται χημικά παρασκευάσματα και η εφαρμογή τους γίνεται με
επίχριση, με ψεκασμό και με εμποτισμό με τη μέθοδο της εμβάπτισης ή
ενέσιμα στις οπές εξόδου των εντόμων.
Μετά το τέλος των εργασιών συντήρησης, για την προστασία του έργου γίνεται επίχριση της επιφάνειας με βερνίκι
φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που πρέπει να πληρεί τις κατάλληλες
οπτικές και φυσικές ιδιότητες. Με την επίστρωση του βερνικιού η
επιφάνεια αδιαβροχοποιείται κι έτσι προστατεύεται η ζωγραφική επιφάνεια
από τους περιβαλλοντικούς και λοιπούς παράγοντες φθοράς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί η
αναγκαιότητα διεπιστημονικής συνεργασίας. Ο συντηρητής πρέπει να
συνεργάζεται με άλλους επιστήμονες αρχαιολόγους, μουσειολόγους,
ερευνητές, μηχανικούς, μελετητές, αρχιτέκτονες, χημικούς κ.α. Tα
αναλυτικά και ερευνητικά συμπεράσματα των άλλων μελετητών συμπληρώνουν
την εργασία του συντηρητή.
Εικόνα πριν τη συντήρηση
Εικόνα μετά τη συντήρηση
Για την καλή διατήρηση λοιπόν μιας εικόνας πρέπει να ακολουθούνται τα εξής:
- Η τήρηση κατάλληλων και σταθερών περιβαλλοντικών συνθηκών. Η σχετική υγρασία δεν πρέπει να ξεπερνά το 60% και η θερμοκρασία τους 18 - 20 C.
- To έργο δεν πρέπει να έρχεται σε απ’ ευθείας επαφή με το ηλιακό φως ή με υψηλά ποσοστά υπεριώδους ακτινοβολίας από τεχνητά μέσα, η ένταση φωτισμού δεν πρέπει να ξεπερνά τα150 Lux.
- Πρέπει να αποφεύγεται η απ’ ευθείας επαφή με γυμνά χέρια (για να μην μεταφέρονται ρύποι και λιπαρά συστατικά) και με βαμμένα χείλη καθώς μεταφέρονται χημικά συστατικά από τα κραγιόν.
- Τακτική απομάκρυνση της σκόνης με στεγνό πανί και μόνο.
- Φύλαξη και έκθεση μακριά από εστίες θερμότητας και πηγές υγρασίας.
- Ο χώρος πρέπει να ελέγχεται συστηματικά για δραστηριότητα ξυλοφάγων εντόμων και να απομακρύνονται τα ήδη προσβεβλημένα έπιπλα ή εικόνες.
Μαρίνα Αυγερινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου